καστροφύλακας

καστροφύλακας
καστροφύλακας, ὁ (Μ)
βλ. καστροφύλαξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καστροφύλακας, Γεώργιος — (18ος αι.). Ζωγράφος. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και εργάστηκε μεταξύ 1723 και 1758 στη γενέτειρά του και στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Στον παλιό Άγιο Μηνά του Ηρακλείου βρίσκονται τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του. Ανάμεσά …   Dictionary of Greek

  • καστροφύλαξ — καστροφύλαξ, και καστροφύλακας, ὁ (Μ) επόπτης, φύλακας, υπερασπιστής τού κάστρου …   Dictionary of Greek

  • κιβιτάνος — και τσιβιτάνος, ὁ (Μ) φρούραρχος, καστροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. civitas «πόλις» + κατάλ. άνος (< λατ. anus), πρβλ. βετερ άνος, πελεκ άνος] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”